- ἀειπαθής
- ἀει-πᾰθής, ές,A perpetually passive, φύσις Critoap.Stob.3.3.64, cf. Philol.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειπαθής — ἀειπαθής, ές (Α) αυτός που διαρκώς πάσχει («ἀειπαθής φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παθὴς < πάθος] … Dictionary of Greek
ἀειπαθές — ἀειπαθής perpetually passive masc/fem voc sg ἀειπαθής perpetually passive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειπαθοῦς — ἀειπαθής perpetually passive masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειπαθέος — ἀειπαθής perpetually passive masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek